- κακόχολος
- -η, -ο1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρό-χολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοχολιά — η [κακόχολος] κακός χόλος*, επίμονη μνησικακία, πεισματική οργή … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek